θυμάμαι — (σπάν. θυμούμαι), θυμήθηκα βλ. πίν. 79 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θυμάμαι — βλ. θυμούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
πρωτοθυμάμαι — και πρωτοθυμούμαι Ν 1. θυμάμαι κάτι πρώτο ανάμεσα σε πολλά άλλα 2. θυμάμαι κάτι εγώ πρώτος μεταξύ άλλων 3. θυμάμαι κάτι για πρώτη φορά 4. φρ. «[και] τί να πρωτοθυμηθώ» τί να αφηγηθώ πρώτο από τα τόσα πολλά που μού έχουν συμβεί … Dictionary of Greek
Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre … Wikipedia
Роккос, Стелиос — Стелиос Роккос Основная информация Дата рожден … Википедия
αναθυμίζω — και μσν. νεοελλ. –θυμώ μεσ. αναθυμίζομαι και θυμάμαι και θυμούμαι ή θυμιέμαι 1. υπενθυμίζω, θυμίζω κάτι σε κάποιον 2. (ιδίως το μέσο), φέρνω στη μνήμη μου, θυμάμαι, αναπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θυμίζω. ΠΑΡ. νεοελλ. αναθύμισμα, αναθυμιστικός] … Dictionary of Greek
καλοθυμούμαι — και καλοθυμάμαι (Μ καλοθυμοῡμαι) θυμάμαι καλά, ξεκάθαρα νεοελλ. θυμάμαι και αναπολώ με ευχαρίστηση ή συγκίνηση («όντως σέ συλλογίζεται και σέ καλοθυμάται», δημ. τραγ.) … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μένος — το (Α μένος) 1. ακράτητη ψυχική ορμή, παραφορά, έξαψη φρονήματος, μανία, πάθος («ὀργῆς καὶ μένους ἐμπλήμενος», Αριστοφ.) 2. φρ. «πνέω μένεα» είμαι πολύ οργισμένος, ζητώ εκδίκηση αρχ. 1. (για πράγματα) δύναμη, ισχύς (α. «οἱ δὲ μένος χειρῶν ἰθὺς… … Dictionary of Greek